συναπτικῶς

συναπτικῶς
συναπτικός
capable of adjusting
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναπτικός — ή, ό, / συναπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνάπτω] κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός νεοελλ. 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος») 2. φρ. α) «συναπτική σχισμή» βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”